τιτλομανής

τιτλομανής
ης, ες презр, гоняющийся за титулами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τιτλομανής" в других словарях:

  • τιτλομανής — ές, Ν αυτός που με μανία επιδιώκει την απόκτηση τίτλων, τιμητικών διακρίσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • τιτλομανία — η, Ν το να είναι κανείς τιτλομανής, η ιδιότητα τού τιτλομανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»